λιμνολογία

λιμνολογία
η
η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη τών λιμνών και τών έμβιων όντων που ζουν σ' αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnology < limn(o)- (< λίμνη) + -logy (< -λογία < -λόγος < λέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”